- τυμβόχωστον
- τυμβόχωστοςheaped up into a cairnmasc/fem acc sgτυμβόχωστοςheaped up into a cairnneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έργμα — (I) ἔργμα, τὸ (Α) έργο, πράξη. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράγωγο τού αοριστικού θ. τού έρδω «εργάζομαι, πράττω» (πρβλ. μέλλ. έρξω < *έργ σω, παρακμ. έ οργ α)]. (II) ἕργμα, τὸ (Α) φραγμός, περίφραγμα («πρὸς ἕργμα τυμβόχωστον ἔχομαι τάφου», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek